δίκιος, -ια, -ιο

δίκιος, -ια, -ιο
επίρρ. -ια βλ. δίκαιος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δίκιος — ια, ο 1. δίκαιος 2. ο μέσος, μεταξύ δύο άκρων, κανονικός («δίκιο μπόι») 3. το ουδ. ως ουσ. το δίκιο το δίκαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιος, με συνίζηση (πρβλ. παλαιός > παλιός)] …   Dictionary of Greek

  • δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”